Ἀλέκτορα

Ἀλέκτορα
Ἀλέκτωρ
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλέκτορα — ἀλέκτωρ cock masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλέκτορ' — Ἀλέκτορα , Ἀλέκτωρ masc acc sg Ἀλέκτορι , Ἀλέκτωρ masc dat sg Ἀλέκτορε , Ἀλέκτωρ masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλέκτορ' — ἀλέκτορα , ἀλέκτωρ cock masc acc sg ἀλέκτορι , ἀλέκτωρ cock masc dat sg ἀλέκτορε , ἀλέκτωρ cock masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Papyrus 69 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 69 …   Deutsch Wikipedia

  • GALLICINIUM — ἡ ἀλεκτοροφωνία, Marci c. 13. v. 30. tempus est antelucanum, quo matutina avis, gallus, cantu suo ad laborem homines excitat: et quidem proprie medium inter μεςονόκτιον, et mane, ut definit Evangelista: Mediâ nocte, gallicinio aut mane. Unde… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλεκτοροειδής — ές ο όμοιος με αλέκτορα ή με κάποια ιδιότητα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέκτορας + ειδής < εἶδος] …   Dictionary of Greek

  • αλεκτορομαντεία — ἀλεκτορομαντεία, η (Μ) είδος μαντικής, κατά την οποία χρησιμοποιούσαν αλέκτορα ως μαντικό μέσο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέκτωρ ορος + μαντεία] …   Dictionary of Greek

  • επιβάλλω — (AM ἐπιβάλλω) 1. ορίζω ως ποινή ή ως πρόστιμο («επιβάλλω ποινή, πρόστιμο, ζημίην, φυγήν, άργύριον» κ.λπ.) 2. απρόσ. ἐπιβάλλεται (Α ἐπιβάλλει) είναι απαραίτητο να, πρέπει να... 3. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το επιβάλλον α. νεοελλ. i. η… …   Dictionary of Greek

  • τρις — τρίς, ΝΜΑ επίρρ. τρεις φορές (α. «καταδικάστηκε τρις εις θάνατον» β. «ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με», ΚΔ. γ. «νῦν γὰρ πάρεστι καὶ δὶς αἰάζειν ἐμοὶ και τρίς», Αριστοφ.) αρχ. 1. φρ. α) «ἐς τρίς» ή «ἐπὶ τρίς» ώς τρεις… …   Dictionary of Greek

  • φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”